Το Κυπριακό Ζήτημα: Σύνθετο, Πολυσυζητημένο και Άλυτο


Μια ιστορική ανασκόπηση των κρίσιμων γεγονότων

 

    Το κυπριακό ζήτημα είναι ένα σύνθετο πρόβλημα με βαθιές ιστορικές ρίζες που αφορά τους κατοίκους της νήσου της Κύπρου. Ως χρονικό σημείο της έναρξης αυτού του προβλήματος θα μπορούσε να οριστεί το 1570, όταν τα στρατεύματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας εισέβαλαν στο νησί και το κατέλαβαν. Έως τότε, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοίκων της Κύπρου ήταν Έλληνες και Αρμένιοι χριστιανοί. Εντούτοις, μετά την εισβολή των Οθωμανών εγκαταστάθηκε σταδιακά στο νησί ένας σημαντικός αριθμός Οθωμανών μουσουλμάνων. Μέχρι το 1872, το 45% περίπου των κατοίκων της Κύπρου ήταν τουρκογενείς μουσουλμάνοι.

    Το 1878, με το Συνέδριο του Βερολίνου και τη Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης (μετά την ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο), η Κύπρος παραχωρήθηκε από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Αγγλία. Στην πραγματικότητα όμως, λόγω της αμυντικής συμμαχίας που είχε συμφωνηθεί μεταξύ των Άγγλων και των Οθωμανών, οι τελευταίοι συνέχισαν να ασκούν επιρροές στα εσωτερικά ζητήματα της Μεγαλονήσου. Από την πλευρά τους, οι Ελληνοκύπριοι είδαν θετικά αυτή τη μετάβαση από την οθωμανική στη βρετανική κυριαρχία διότι πίστεψαν ότι με αυτόν τον τρόπο θα άνοιγε ο δρόμος για την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, στα πλαίσια και της «Μεγάλης Ιδέας» που επικρατούσε την εποχή εκείνη, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στην Κύπρο. Από την άλλη πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι, αν και στην αρχή είδαν θετικά τη μετάβαση στην Αγγλοκρατία, στην πορεία του χρόνου άλλαξαν άποψη διότι διαπίστωσαν ότι οι Ελληνοκύπριοι επεδίωκαν την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Αν και μειοψηφία, οι τουρκογενείς κάτοικοι του νησιού, με την παρακίνηση και την στήριξη της οθωμανικής κυβέρνησης ξεκίνησαν να καταβάλλουν μεγάλες προσπάθειες προκειμένου να αυτονομηθούν μέσω της διχοτόμησης του νησιού.

    Μέχρι και το 1914, οι Άγγλοι απαντούσαν αρνητικά σε κάθε αίτημα των Ελλήνων της Κύπρου για ένωση του νησιού με την Ελλάδα διότι, όπως ισχυρίζονταν, η προαναφερθείσα Συνθήκη της Κωνσταντινούπολης δεν τους επέτρεπε να παραχωρήσουν την κυριαρχία της Κύπρου στην Ελλάδα. Τα πράγματα όμως άλλαξαν όταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Τουρκία συμμάχησε με τις δυνάμεις του Κεντρικού Άξονα και στράφηκε εναντίον της Αγγλίας και των δυνάμεων της Αντάντ. Για τον λόγο αυτό, ως αντίποινα στην Τουρκία, η Αγγλία πήρε υπό τον πλήρη έλεγχό της την Κύπρο και την προσέφερε σαν αντάλλαγμα στην Ελλάδα, στην περίπτωση που η τελευταία έπαιρνε μέρος στον πόλεμο με το πλευρό της Αντάντ. Εντούτοις, η τότε ελληνική κυβέρνηση αρνήθηκε την πρόταση και προτίμησε να κρατήσει ουδέτερη στάση κατά τη διάρκεια του ανατριχιαστικού αυτού πολέμου (μέχρι και το 1917). Έτσι, η Κύπρος παρέμεινε υπό αγγλική κατοχή. Αν και με την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάνης το 1923 η Τουρκία παραιτήθηκε από όλες της τις αξιώσεις στην Κύπρο, δεν ήθελε σε καμία περίπτωση να δει το νησί να ενσωματώνεται στην Ελλάδα.

    Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1946, η κατάσταση στην Κύπρο είχε εκτραχυνθεί τόσο που το ζήτημα έφτασε μέχρι τη Βουλή των Κοινοτήτων της Αγγλίας. Εκεί, ο τότε Υπουργός Αποικιών της Αγγλίας πρότεινε τη σύνταξη και τη θέσπιση ενός Συντάγματος για την Κύπρο μέσω της λεγόμενης Διασκεπτικής Συνέλευσης, στην οποία θα συμμετείχαν εκπρόσωποι των πληθυσμών του νησιού. Δυστυχώς, αυτή η προσπάθεια ναυάγησε διότι ο διχασμός μεταξύ των κατοίκων της Κύπρου βάθυνε ακόμα περισσότερο. Μπορεί ένα μεγάλο ποσοστό των Ελληνοκυπρίων, να συμφωνούσε με την πρόταση της Αγγλίας, όμως ήταν πολλοί εκείνοι που επιθυμούσαν την άμεση ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα αντί ενός Συντάγματος που θα τους προσέφερε αυτοδιοίκηση. Από τη δική τους πλευρά, οι Τουρκοκύπριοι δεν ήθελαν καμία τροποποίηση στο καθεστώς της διακυβέρνησης του νησιού.

    Λίγα χρόνια αργότερα, στις αρχές του 1950, η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου, που ασκούσε μεγάλη επιρροή στους Έλληνες της Κύπρου, από την εποχή μάλιστα που το νησί βρισκόταν υπό την κατοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Αυτό συνέβη λόγω της εφαρμογής του οθωμανικού αυτοδιοικητικού συστήματος των μιλλιέτ. Σύμφωνα με αυτό, η διακυβέρνηση των κατακτημένων μη μουσουλμάνων ασκούταν από τις δικές τους θρησκευτικές αρχές), οργάνωσε το λεγόμενο «Ενωτικό Δημοψήφισμα», στο οποίο δικαίωμα συμμετοχής είχαν μόνο οι Ελληνοκύπριοι. Το αποτέλεσμα αυτού του δημοψηφίσματος ήταν ξεκάθαρα υπέρ της ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα αλλά όπως ήταν αναμενόμενο, ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων από την πλευρά των Τουρκοκυπρίων. Ως αποτέλεσμα, το ρήγμα μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου βάθυνε ακόμα περισσότερο. Αν και οι Ελληνοκύπριοι έφτασαν πολύ κοντά στην ένωση του νησιού τους με την Ελλάδα, τελικώς δεν τα κατάφεραν διότι το ΑΚΕΛ (Ανορθωτικό Κόμμα Εργαζόμενου Λαού) ήρθε σε ρήξη με την Εκκλησία. Ενώ και οι δύο πλευρές συμφωνούσαν ότι η Κύπρος έπρεπε να ενωθεί με την Ελλάδα, δεν μπόρεσαν εν τέλει να συνεργαστούν λόγω βαθύτατων ιδεολογικών διαφορών. Ως εκ τούτου, χάθηκε μια ακόμη προσπάθεια για ένωση.

    Το 1955, υπό την ηγεσία της ΕΟΚΑ (Εθνική Οργάνωση Κυπρίων Αγωνιστών), ξεκίνησε ένοπλος αγώνας κατά των Άγγλων και πάλι με στόχο την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Οι Τουρκοκύπριοι, όντας αντίθετοι στην ιδέα της Ένωσης, τάχθηκαν υπέρ των Άγγλων. Με τη σειρά τους, οι Άγγλοι, εμφανώς ενοχλημένοι από τις εξελίξεις, ζήτησαν από την Τουρκία να συμμετέχει στην προσπάθεια για την επίλυση του προβλήματος και εκείνη προώθησε ένα από τα πάγια αιτήματά της που ήταν η διχοτόμηση του νησιού και η παραχώρηση αυτονομίας στους Τουρκοκύπριους. Επιπλέον, οι Άγγλοι, παρατηρώντας ότι οι ταραχές στην Κύπρο υποκινούνταν από την Εκκλησία, αποφάσισαν να εξορίσουν τον Αρχιεπίσκοπο Κύπρου Μακάριο και τον Μητροπολίτη Κυρηνείας Κυπριανό στις Σεϋχέλλες για ένα έτος. Στην Ελλάδα, η τότε κυβέρνηση, λόγω των στενών οικονομικών σχέσεων που είχε με την Αγγλία, επέλεξε να κρατήσει ουδέτερη στάση απέναντι στα θέματα της Κύπρου, παρά το γεγονός ότι δεχόταν τεράστιες πιέσεις, τόσο από τον ελληνικό λαό, όσο και από την Εκκλησία της Ελλάδας να στηρίξει τον αγώνα των Ελληνοκυπρίων.

    Τρία χρόνια αργότερα, το 1958, ο αγώνας κατά των Άγγλων εξελίχθηκε σε διακοινοτική ένοπλη σύγκρουση. Οι συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου κλιμακώθηκαν ταχύτατα και κατέληξαν να γίνουν πιο σφοδρές από ποτέ άλλοτε. Στο πλαίσιο αυτής της σύρραξης, η τουρκική κυβέρνηση της περιόδου δεν δίστασε να στείλει ακόμα και ολόκληρο πλοίο γεμάτο με πολεμοφόδια για να στηρίξει τον αγώνα των Τουρκοκυπρίων κατά των Ελληνοκυπρίων (Υπόθεση «ΝΤΕΝΙΖ»).

    Το 1959, ο αγώνας των Ελληνοκυπρίων φάνηκε να έχει αποτέλεσμα αφού η Αγγλία υποχώρησε και δέχθηκε να συνυπογράψει τις Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου μαζί με την Ελλάδα, την Τουρκία, την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα και την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα. Οι Συνθήκες αυτές προέβλεπαν τη σύσταση της ανεξάρτητης Κυπριακής Δημοκρατίας και τον τερματισμό της αγγλικής κυριαρχίας επί της Κύπρου. Τόσο οι Ελληνοκύπριοι, όσο και οι Τουρκοκύπριοι ικανοποιήθηκαν από την αποχώρηση των βρετανικών δυνάμεων από το νησί, όμως υπήρχαν πολλά προβλήματα που έπρεπε να λύσουν ακόμα. Οι Έλληνες της Κύπρου συνέχισαν να στηρίζουν την ιδέα της ένωσης της χώρας τους με την Ελλάδα ενώ οι Τούρκοι, συνέχισαν να επιδιώκουν τη διχοτόμηση του νησιού. Πέραν τούτου, οι πολιτειακές δυσλειτουργίες που είχαν δημιουργήσει οι Συνθήκες ήταν πολλές. Το κυπριακό πολίτευμα βασιζόταν στη δυαδική αρχή, δηλαδή στη συνεργασία μεταξύ των δύο κοινοτήτων, τις οποίες διαχώριζε το Σύνταγμα με βάση την καταγωγή, τη γλώσσα, την πολιτιστική ταυτότητα και τη θρησκεία. Ως αποτέλεσμα, δεδομένης και της αμοιβαίας καχυποψίας που υπήρχε μεταξύ των δύο κοινοτήτων, το κράτος δεν μπορούσε να λειτουργήσει εύρυθμα και με ενιαίο τρόπο, αφού οι μεν Τουρκοκύπριοι απευθύνονταν στους τουρκικούς φορείς εξουσίας και οι δε Ελληνοκύπριοι, στους ελληνικούς φορείς εξουσίας. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι το Σύνταγμα που είχε προβλεφθεί από τις Συνθήκες καλλιεργούσε περισσότερο τον διχασμό και λιγότερο τη συνεργασία μεταξύ των δύο κυπριακών κοινοτήτων αφού αντιμετώπιζε τους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους ως δύο διαφορετικούς λαούς. Σε κάθε περίπτωση πάντως, πρώτος Πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας εξελέγη ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος και αντιπρόεδρος ο Φαζίλ Κιουτσούκ, ηγέτης της τουρκοκυπριακής κοινότητας.

    Μετά τη δημοσίευση του αμφιλεγόμενου σχεδίου «Ακρίτας» στην εφημερίδα «Πατρίς» (το σχέδιο αυτό επεδίωκε την ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ακολουθώντας συγκεκριμένη τακτική) και στη συνέχεια, την αποκάλυψη του τουρκοκυπριακού σχεδίου που αποσκοπούσε στη διεκδίκηση ανεξάρτητου τουρκικού κράτους στην Κύπρο μέσω εποικισμού Τούρκων πολιτών στην Κύπρο, το 1963, ξέσπασαν για ακόμη μια φορά βίαιες συγκρούσεις μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κύπρου. Ο Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Μακάριος, πρότεινε ορισμένες τροποποιήσεις στο προβληματικό Σύνταγμα της χώρας με στόχο να λύσει τα πιο ουσιαστικά προβλήματα που απασχολούσαν τις δύο κοινότητες. Αυτές οι προτάσεις έμειναν στην ιστορία ως «Τα 13 Σημεία του Μακαρίου». Οι συνταγματικές αυτές τροποποιήσεις, αν και έγιναν δεκτές από τον Πρέσβη του Ηνωμένου Βασιλείου στην Κύπρο, απορρίφθηκαν από την τουρκική κυβέρνηση με τη δικαιολογία ότι η  τουρκοκυπριακή κοινότητα θεώρησε αυτές τις προτάσεις ως προσπάθεια αλλαγής της Συνθήκης Ζυρίχης-Λονδίνου και περιορισμού των δικαιωμάτων της.

    Ύστερα από τις συνεχιζόμενες ταραχές, τον Ιανουάριο του 1964 συνήλθε στο Λονδίνο η λεγόμενη Πενταμερής Διάσκεψη, στην οποία συμμετείχαν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Ελλάδα, η Τουρκία, ένας εκπρόσωπος των Ελληνοκυπρίων και ένας εκπρόσωπος των Τουρκοκυπρίων. Ύστερα από συζητήσεις, τόσο η τουρκική, όσο και η ελληνική πλευρά, συμφώνησαν ότι οι Συνθήκες Ζυρίχης-Λονδίνου είναι προβληματικές και πρέπει να καταργηθούν. Από την πλευρά του, το Ηνωμένο Βασίλειο πρότεινε σχέδιο για την ένταξη της Κύπρου στο ΝΑΤΟ, το οποίο όμως απορρίφθηκε από τον Μακάριο. Η στάση του Μακάριου δυσαρέστησε τους Άγγλους, οι οποίοι πρότειναν τον διαμοιρασμό των εδαφών της Κύπρου μεταξύ Ελλάδας, Τουρκίας και Ηνωμένου Βασιλείου. Τελικά, με παρέμβαση των ΗΠΑ και ύστερα από τη σύγκληση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, δύο μήνες μετά την έναρξη της Πενταμερούς Διάσκεψης, αποφασίστηκε με το ψήφισμα υπ’ αριθμόν 186 η ανάπτυξη ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ στην Κύπρο ενώ παράλληλα ζητήθηκε από όλα τα κράτη να «να απόσχουν από κάθε ενέργεια ή απειλή ενέργειας που θα μπορούσε να επιδεινώσει την κατάσταση στην κυρίαρχη Δημοκρατία της Κύπρου ή να θέσει σε κίνδυνο τη διεθνή ειρήνη». Αυτή η εξέλιξη κρίθηκε ως ικανοποιητική από την πλευρά των Ελληνοκυπρίων αλλά σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσε βιώσιμη λύση για το ζήτημα. Αυτό φάνηκε λίγες ημέρες μετά την έκδοση του ψηφίσματος όταν οι Τουρκοκύπριοι, με τη φανερή πλέον υποστήριξη της τουρκικής κυβέρνησης, ξεκίνησαν και πάλι τις εχθροπραξίες κατά των Ελληνοκυπρίων. Παράλληλα με αυτά τα γεγονότα που μέρα με τη μέρα βύθιζαν την Κύπρο στο χάος, η ελληνική κυβέρνηση με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου κατέβαλε τεράστιες προσπάθειες να εξομαλύνει την κατάσταση πραγματοποιώντας επαφές με την κυβέρνηση των ΗΠΑ. Το αποτέλεσμα αυτών των διπλωματικών ενεργειών της ελληνικής κυβέρνησης ήταν το Σχέδιο Άτσεσον (παρουσιάστηκαν δύο σχέδια διχοτόμησης της Κύπρου) που προτάθηκε από τις ΗΠΑ στη Γενεύη. Η Τουρκία αποδέχθηκε το πρώτο σχέδιο και απέρριψε το δεύτερο ενώ η Ελλάδα αποδέχθηκε το δεύτερο σχέδιο και απέρριψε το πρώτο. Έτσι, μια ακόμη ευκαιρία για την επίλυση του κυπριακού ζητήματος χάθηκε.

    Τον Αύγουστο του 1964, η κατάσταση έγινε ακόμα πιο σοβαρή αφού τουρκικά αεροσκάφη βομβάρδισαν την Πάφο, με αποτέλεσμα να χαθούν δεκάδες ανθρώπινες ζωές και λίγο αργότερα, τουρκικά πλοία παραβίασαν τα κυπριακά χωρικά ύδατα φτάνοντας πολύ κοντά στις ακτές της Κύπρου. Ο Μακάριος, διαφωνώντας με την προσέγγιση των ΗΠΑ αναγκάστηκε να ζητήσει τη βοήθεια της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία έφτασε στην Κύπρο υπό τη μορφή πυραύλων. Τόσο ο Πρωθυπουργός της Ελλάδας Γεώργιος Παπανδρέου, όσο και ο Ελληνοκύπριος Στρατηγός Γεώργιος Γρίβας, διαφώνησαν με αυτή την κίνηση του Αρχιεπισκόπου διότι θεώρησαν ότι θα πλήξει τις σχέσεις της χώρας με τις ΗΠΑ. Πράγματι, μετά την άφιξη των σοβιετικών πυραύλων στην Κύπρο οι ΗΠΑ εξέφρασαν την έντονη δυσαρέσκειά τους αλλά και την ανησυχία τους προς την ελληνική κυβέρνηση.

    Το αίτημα των Ελληνοκυπρίων για ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα ήταν πάγιο και συνέχισαν να το καταθέτουν με κάθε ευκαιρία και πάρα τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν στο νησί. Όμως, μια σειρά γεγονότων, εκ των οποίων ήταν η κακή επικοινωνία μεταξύ του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου και της ελληνικής κυβέρνησης εκείνης της περιόδου, ο Ψυχρός Πόλεμος και οι συνεχείς προσπάθειες της τουρκικής κυβέρνησης να διχοτομήσει το νησί με χρήση βίας και να δημιουργήσει ανεξάρτητο τουρκικό κράτος στη βόρεια πλευρά του νησιού, ελαχιστοποίησαν τις πιθανότητες για την εύρεση κάποιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης για τους πολύπαθους κατοίκους του νησιού. Δυστυχώς, τα πράγματα έγιναν ακόμα χειρότερα όταν το 1967 επιβλήθηκε η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα. Οι Έλληνες δικτάτορες διαφωνούσαν με τις θέσεις του Αρχιεπισκόπου Μακαρίου από την πρώτη στιγμή που ανέβηκαν στην εξουσία και τον θεωρούσαν εμπόδιο στην προσπάθειά τους να ενώσουν την Ελλάδα με την Κύπρο. Ύστερα από τη μεσολάβηση πολλών γεγονότων, τον Ιούλιο του 1974, ο δικτάτορας Ιωαννίδης και η κυβέρνησή του, με τη βοήθεια συνεργατών τους στην Κύπρο, κατάφεραν να ανατρέψουν τον Μακάριο, ο οποίος όμως διέφυγε στο εξωτερικό με τη βοήθεια των Άγγλων. Λίγες ημέρες αργότερα, η τουρκική κυβέρνηση εκμεταλλεύτηκε την πολιτική αστάθεια και κατάφερε να διχοτομήσει την Κύπρο στέλνοντας στρατεύματα τα οποία εισέβαλαν στο νησί και έφτασαν μέχρι τα σημερινά όρια των Κατεχομένων. Τα γεγονότα που ακολούθησαν σόκαραν τη διεθνή κοινότητα, η οποία παρακολουθούσε αποσβολωμένη τους θανάτους και τον διωγμό χιλιάδων ανθρώπων από τις εστίες τους. Μάλιστα, η τύχη πολλών Ελληνοκυπρίων παραμένει άγνωστη μέχρι και σήμερα. Η στρατιωτική δικτατορία στην Ελλάδα, κάτω από το βάρος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο (σχέδια Αττίλας Ι και Αττίλας ΙΙ), κατέρρευσε. Η κατάπαυση του πυρός στη Μεγαλόνησο, επετεύχθη τον Αύγουστο του 1974 αλλά στο βόρειο τμήμα του νησιού παρέμειναν περίπου 40.000 Τούρκοι στρατιώτες.

 

Η θέση της Διεθνούς Κοινότητας για το κυπριακό ζήτημα


    Το 1983, η Τουρκία ανακήρυξε το βόρειο τμήμα της Κύπρου ανεξάρτητο, δίνοντας του μάλιστα κρατική υπόσταση με την ονομασία «Τουρκική Δημοκρατία της Βορείου Κύπρου». Λίγο αργότερα, με τις Αποφάσεις 541/1983 και 550/1984, το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ καταδίκασε  την παράνομη αυτή μονομερή ενέργεια, ζητώντας την απόσυρσή της και καλώντας όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν ή την βοηθήσουν με οποιοδήποτε τρόπο. Οι αποφάσεις των Ηνωμένων Εθνών καλούν τις δύο κοινότητες να εξεύρουν συμπεφωνημένη λύση στο εσωτερικό πολιτικό πρόβλημα της Κύπρου με διαπραγματεύσεις, στο πλαίσιο του σεβασμού της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ταχείας απόσυρσης των ξένων στρατευμάτων, του τερματισμού κάθε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της και της λήψης μέτρων επειγόντως για την επιστροφή όλων των προσφύγων στις εστίες τους.

 

    Μια πρόσφατη αλλά αποτυχημένη προσπάθεια της διεθνούς κοινότητας να συμβάλλει στην επίλυση του κυπριακού ζητήματος ήταν το λεγόμενο Σχέδιο Ανάν, το οποίο προτάθηκε από τον Γενικό Γραμματέα του ΟΗΕ Κόφι Ανάν το 2002. Εκείνη την περίοδο, απώτερος στόχος του ΟΗΕ αλλά και της ΕΕ ήταν να ενταχθεί η Κύπρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ενωμένη. Το σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ενός ομοσπονδιακού κράτους με δύο ομόσπονδα κρατίδια, τον ελληνοκυπριακό νότο και τον τουρκοκυπριακό Βορρά. Η εξουσία στην ομοσπονδία θα μοιραζόταν ανάμεσα στις δύο κοινότητες με ένα πολύπλοκο σχήμα και ο Πρόεδρος θα εναλλασσόταν ανά 20 μήνες ενώ στο νομοθετικό σώμα οι δύο κοινότητες θα εκπροσωπούνταν ισοδύναμα. Επίσης, προέβλεπε αυστηρούς περιορισμούς στην ελευθερία εγκατάστασης μελών της εκάστοτε κοινότητας στο κρατίδιο της άλλης, προκειμένου να μην αλλοιωθεί η πληθυσμιακή καθαρότητα του κάθε κρατιδίου. Οι Τουρκοκύπριοι ενέκριναν το συγκεκριμένο σχέδιο μέσω δημοψηφίσματος αλλά οι Ελληνοκύπριοι το απέρριψαν. Ύστερα από το ναυάγιο και αυτής της προσπάθειας, το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για την επίλυση του ζητήματος έχει ατονήσει φανερά. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι με την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Κύπρος κατάφερε να αναβαθμίσει το πρόβλημα της σε εσωτερικό ζήτημα της ΕΕ.

 

Οι θέσεις της Ελλάδας


- Ο τερματισμός της τουρκικής κατοχής και του εποικισμού και η εξεύρεση συνολικής, αμοιβαία αποδεκτής, δίκαιης και βιώσιμης λύσης του κυπριακού προβλήματος, αποτελεί κορυφαία εθνική προτεραιότητα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, με προφανή σημασία για τις ελληνοτουρκικές σχέσεις.

 

- Οι δικοινοτικές συνομιλίες, με τη συνδρομή του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών, παραμένουν η μόνη αποδεκτή από όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη μέθοδος συμπεφωνημένης επίλυσης του Κυπριακού.

 

- Η Ελλάδα σταθερά υποστηρίζει τις προσπάθειες για μια δίκαιη, ισορροπημένη και βιώσιμη λύση του κυπριακού προβλήματος. Μια συμπεφωνημένη λύση θα πρέπει να αποκαταστήσει την διεθνή νομιμότητα, η οποία παραβιάζεται κατάφωρα από την τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας, κράτους ανεξάρτητου, που είναι μέλος των Ηνωμένων Εθνών και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.


- Οι σχετικές αποφάσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών αποτελούν τη μοναδική βάση μιας συμπεφωνημένης λύσης, η οποία θα πρέπει επίσης να συνάδει πλήρως με την ιδιότητα της Κύπρου ως κράτους-μέλους της ΕΕ.


Η Ελλάδα δεν παρεμβαίνει στη διαπραγμάτευση εσωτερικών πτυχών του κυπριακού προβλήματος, η οποία αποτελεί αποκλειστική αρμοδιότητα της κυπριακής κυβέρνησης.


      - Η πλήρης αποχώρηση των κατοχικών στρατευμάτων και η κατάργηση του αναχρονιστικού συστήματος εγγυήσεων του 1960, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος μιας συμπεφωνημένης, βιώσιμης και συνολικής λύσης του κυπριακού προβλήματος.

 

- Το χρονικό διάστημα αποχώρησης των κατοχικών στρατευμάτων πρέπει να είναι σύντομο, η ροή αποχώρησης του στρατού συνεχής και με συγκεκριμένη καταληκτική ημερομηνία αποχώρησης.

 

- Η απαίτηση της Τουρκίας να εξασφαλίσει τις «τέσσερις ελευθερίες» της ΕΕ στην Κύπρο, είναι μη ρεαλιστική και νομικά αβάσιμη.

 

- Η τουρκοκυπριακή οντότητα που έχει αυτοανακηρυχθεί στα κατεχόμενα και η οποία αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, είναι παράνομη και έχει καταδικασθεί από το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών με τις  Αποφάσεις 541 (1983) και 550 (1984), οι οποίες καλούν όλα τα κράτη να μην την αναγνωρίσουν, να μην την διευκολύνουν και να μην την συνδράμουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο.


- Η άσκηση  των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Αποκλειστική Οικονομική Ζώνη της δεν συνδέονται με τη διαδικασία επίλυσης του Κυπριακού.

 

    Με την Κοινή Διακήρυξη της 11ης Φεβρουαρίου 2014, ξεκίνησαν και πάλι οι δικοινοτικές συνομιλίες. Η Κοινή Διακήρυξη προβλέπει  διαπραγμάτευση  για όλες τις πτυχές του κυπριακού προβλήματος (αυτό περιλαμβάνει τις ενότητες της διακυβέρνησης, του καταμερισμού των αρμοδιοτήτων, της Ευρωπαϊκής Ένωσης, των εδαφικών ζητημάτων και της ασφάλειας της χώρας σε διεθνές επίπεδο). Επίσης, προβλέπεται ότι μόνο μία συμπεφωνημένη λύση μπορεί εν συνεχεία να τεθεί προς έγκριση  σε χωριστά και ταυτόχρονα δημοψηφίσματα των δύο κοινοτήτων και ότι κάθε μορφή επιδιαιτησίας αποκλείεται. Δυστυχώς όμως, για ακόμη μια φορά, οι συνομιλίες μεταξύ των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων διακόπηκαν αιφνιδιαστικά από τον εκπρόσωπο των Τουρκοκυπρίων στις διαπραγματεύσεις, Μουσταφά Ακιντζί, με πρόσχημα  την απόφαση της κυπριακής Βουλής των Αντιπροσώπων στις 10 Φεβρουαρίου 2017 (περί ιστορικής μνείας του δημοψηφίσματος του 1950 στα σχολεία της Κυπριακής Δημοκρατίας).

 

    Δεδομένου και των πρόσφατων εξελίξεων στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, η ανάγκη για την εύρεση μιας δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο κυπριακό ζήτημα, στη βάση των κανόνων του Διεθνούς Δικαίου, είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Ας ελπίσουμε ότι τα εμπλεκόμενα μέρη θα σταθούν στο ύψος των περιστάσεων και θα σεβαστούν τη μνήμη των θυμάτων των εχθροπραξιών. Επιπλέον, η άμεση και ειρηνική διευθέτηση των δικοινοτικών διαφορών στην Κύπρο θα εξασφαλίσει ότι οι επόμενες γενιές Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων δεν θα βιώσουν τη φρίκη που υπέστησαν οι πρόγονοί τους.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"The elephant in the room"

«Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

The Danger of Post-Democracy and the Value of Participation