Η επικίνδυνη υπόθεση της Ταϊβάν

    Η Ταϊβάν (ως περιοχή της Κίνας με ειδικό διοικητικό καθεστώς) ή «Κινεζική Ταϊπέι» (κατά τα συμφωνηθέντα στο Ψήφισμα Ναγκόγια (Συμφωνία Αμοιβαίας Αναγνώρισης μεταξύ της Ταϊβάν και της Κίνας όταν πρόκειται για τη συμμετοχή, τόσο της μίας, όσο και της άλλης, στις δραστηριότητες της Διεθνούς Ολυμπιακής Επιτροπής)) ή «Δημοκρατία της Κίνας» (όπως αυτοαποκαλείται), είναι ένα μερικώς αναγνωρισμένο νησιωτικό κράτος (de facto) στην περιοχή της Ανατολικής Ασίας. Στα κράτη που έχουν αναγνωρίσει την ανεξαρτησία της Ταϊβάν δεν εντάσσονται τα μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΝΑΤΟ. Για την ακρίβεια, μόνο 14 κράτη παγκοσμίως διατηρούν πλήρεις διπλωματικές σχέσεις με την Ταϊβάν.

    Με ΑΕΠ (ονομαστικό) ύψους 580 δισ. δολαρίων, πληθυσμό περίπου 23.000.000 ανθρώπων και απόσταση 160 χιλιομέτρων από τις ακτές της Κίνας, η Ταϊβάν δεν επανήλθε τυχαία στη διεθνή επικαιρότητα. Αντιθέτως, επί σειρά δεκαετιών και παρά τις αντιξοότητες, αποτελεί μια ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία, που βρίσκεται κυριολεκτικά δίπλα από τον μεγαλύτερο οικονομικό αντίπαλο των ΗΠΑ. Έτσι λοιπόν, το ενδιαφέρον των Αμερικανών και των στρατηγικών τους συμμάχων δεν θα μπορούσε να ήταν μικρότερο.

    Για να καταλάβουμε όμως τον λόγο για τον οποίο Αμερικανοί στρατιωτικοί και πολιτικοί δραστηριοποιούνται σε μια περιοχή που απέχει πάνω από 12.000 χιλιόμετρα από τα σύνορα της πατρίδας τους, εν έτει 2022, θεωρώ πως είναι υποχρεωτικό να πραγματοποιήσουμε μια σύντομη ιστορική αναδρομή.

    Το 1895, λίγο μετά το τέλος του Α’ Σινοϊαπωνικού Πολέμου και την ήττα των Κινέζων από τους Ιάπωνες, η Ταϊβάν κατέστη αποικία της Ιαπωνίας. Από τότε, μέχρι και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, οι Ιάπωνες είχαν τον πλήρη έλεγχο της Ταϊβάν και μάλιστα, διοικούσαν την περιοχή αυτή με ιδιαίτερα σκληρό τρόπο. Για παράδειγμα, μεταξύ πολλών άλλων, οι Κινέζοι κάτοικοι της Ταϊβάν, που αποτελούσαν την εθνοτική πλειοψηφία στο νησί ήδη από την εποχή της πτώσης της Δυναστείας των Μινγκ (1644), υποχρεώθηκαν να μάθουν την ιαπωνική γλώσσα και να την χρησιμοποιούν ως επίσημη, αντικαθιστώντας τη μητρική τους γλώσσα, δηλαδή τα μανδαρινικά κινέζικα.

    Παράλληλα με αυτές τις εξελίξεις στην Ταϊβάν, το 1912, οι επαναστατικές ομάδες της ηπειρωτικής Κίνας, υπό την ηγεσία του Σουν Γιατ-Σεν (που σήμερα αναγνωρίζεται και τιμάται ως ο «Πατέρας της Κινεζικής Δημοκρατίας»), κατάφεραν, ύστερα από επίπονους αγώνες, να εγκαθιδρύσουν τη δημοκρατία, αφού πρώτα ανέτρεψαν τη Δυναστεία των Μαντσού, που ήταν και η τελευταία κυβερνώσα αυτοκρατορική δυναστεία της Κίνας. Εντούτοις, τα εσωτερικά προβλήματα δεν σταμάτησαν εκεί. Οι μάχες για τον έλεγχο της εξουσίας συνεχίστηκαν, αυτή τη φορά όμως μεταξύ του Εθνικιστικού Κόμματος (του «Κουομιντάνγκ») και του Κομμουνιστικού Κόμματος. Μάλιστα, το 1931, οι εν εξελίξει εμφύλιες συγκρούσεις ήταν ένας από τους λόγους που οι Ιάπωνες, κατά τον Β’ Σινοϊαπωνικό Πόλεμο και υπό την ηγεσία του ιμπεριαλιστή Αυτοκράτορα Χιροχίτο, κατόρθωσαν να καταλάβουν τη Μαντζουρία (μια περιοχή στη Βορειοανατολική Κίνα), και να αποδυναμώσουν περαιτέρω, κατά αυτόν τον τρόπο, τους μεγάλους τους ανταγωνιστές, δηλαδή τους Κινέζους.

    Τα αντίπαλα πολιτικά κόμματα της Κίνας, παρά τον κοινό τους εχθρό, δεν συνεργάστηκαν αλλά αντιθέτως, συνέχισαν να ανταγωνίζονται το ένα το άλλο, ώσπου τελικά το Κομμουνιστικό Κόμμα κατάφερε να επικρατήσει έναντι του Εθνικιστικού, με αποτέλεσμα οι ηττημένοι να καταφύγουν στο νησί της Ταϊβάν (που είχε πλέον πάψει να ελέγχεται από τους ηττημένους του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ιάπωνες) και να ιδρύσουν, το 1949, την αυτοαποκαλούμενη «Δημοκρατία της Κίνας».

    Από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου και ύστερα, όλες οι εξελίξεις σε αυτή την  περιοχή της Ασίας επηρεάστηκαν εν πολλοίς από τα νέα διεθνή δεδομένα, που δεν ήταν άλλα από τον Ψυχρό Πόλεμο. Έτσι λοιπόν, μοιραία, οι ΗΠΑ αποφάσισαν την έναρξη της πολυεπίπεδης χρηματοδότησης προς την εθνικιστική κυβέρνηση της Ταϊβάν ως αντίβαρο στην κομμουνιστική πολιτική που ασκούσε η κυβέρνηση της Κίνας. Βεβαίως, η στήριξη των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν, ειδικά στα τέλη της δεκαετίας του 1960, ήταν ιδιαιτέρως προσεκτική, καθώς οι Αμερικανοί, υπό την Προεδρία του Ρίτσαρντ Νίξον, αποφάσισαν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους την σινοσοβιετική ρήξη προκειμένου να αποδυναμώσουν τον μεγάλο τους εχθρό που εκείνη την περίοδο δεν ήταν η Κίνα αλλά η Σοβιετική Ένωση. Ως εκ τούτου, οι ΗΠΑ προσέγγισαν την Κίνα και ύστερα από μια σειρά περίτεχνων διπλωματικών ενεργειών, με πρωτοβουλία του ευφυούς ακαδημαϊκού διεθνολόγου Χένρυ Κίσινγκερ, κατάφεραν να επιφέρουν ισχυρό πλήγμα στις σχέσεις Σοβιετικής Ένωσης – Κίνας και να αποτρέψουν το ενδεχόμενο συνεργασίας μεταξύ των δύο τους ιδεολογικών αντιπάλων σε μεσοπρόθεσμο επίπεδο.

    Η λυκοφιλία μεταξύ Κίνας και ΗΠΑ συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια και παράλληλα με αυτήν, η χρηματοδότηση των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν. Αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: 1) εκείνη την χρονική περίοδο, ο κοινός εχθρός των ΗΠΑ και της Κίνας ήταν η Σοβιετική Ένωση και 2) οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους είχαν ήδη αρχίσει να διαβλέπουν ότι η ανάπτυξη της Κίνας θα είναι ραγδαία μέσα στα επόμενα χρόνια και ως εκ τούτου, ο κινεζικός δράκος θα εξελιχθεί σε κορυφαίο οικονομικό ανταγωνιστή. Συνεπώς, θα έπρεπε να διασφαλιστεί ότι η Ταϊβάν θα εξυπηρετεί τα συμφέροντα της Δύσης στην κρίσιμη περιοχή της Νοτιοανατολικής Ασίας (ενδεικτικά, πάνω από το 80% του διεθνούς εμπορικού στόλου διασχίζει σε καθημερινή βάση τη θαλάσσια περιοχή μεταξύ της Κίνας και της Ταϊβάν). Για την ακρίβεια, η στήριξη των ΗΠΑ προς την Ταϊβάν ήταν τόσο έντονη που για δύο περίπου δεκαετίες, από το 1960 μέχρι και το 1980, η Ταϊβάν ήταν η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη οικονομία της Ασίας μετά την Ιαπωνία.

    Μετά την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και την περαιτέρω παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, οι προαναφερθείσες εκτιμήσεις των κυβερνητικών επιτελείων των ΗΠΑ επαληθεύτηκαν εμπράκτως, αφού η οικονομία της Κίνας είχε μετατραπεί σε έναν οικονομικό γίγαντα ήδη από τις αρχές του 2000. Οι χαμηλοί φόροι για τις επιχειρήσεις, οι πενιχρές αμοιβές των εργαζομένων, οι ελάχιστες νομικές ευθύνες που φέρει ο εργοδότης προς τον εργαζόμενο σε περίπτωση εργατικού ατυχήματος ή αθέτησης κάποιου όρου της εργασιακής σύμβασης και πολλά ακόμη φυσικά, καθιστούν την Κίνα μια ιδανική επιλογή για κάθε επιχειρηματία που επιθυμεί αφενός να ελαχιστοποιήσει το κόστος παραγωγής των προϊόντων του και αφετέρου, να μεγιστοποιήσει τα κέρδη του. Έτσι λοιπόν, εκατομμύρια επιχειρηματίες από ολόκληρο τον κόσμο έχουν ήδη μεταφέρει, μεταφέρουν ή θα μεταφέρουν άμεσα τις μονάδες παραγωγής των εταιρειών τους στην Κίνα, παρά το γεγονός ότι η έδρα τους μπορεί να βρίσκεται κάπου αλλού.

    Κατά αυτόν τον τρόπο, πέρα από το γεγονός ότι ενδυναμώνεται η εθνική οικονομία της Κίνας, δημιουργούνται και έντονες σχέσεις οικονομικής αλληλεξάρτησης. Λόγου χάρη, είναι πολλοί οι Αμερικανοί μεγαλοεπιχειρηματίες που έχουν συμφέρον να παραμείνει ακμάζουσα η κινεζική οικονομία διότι έχουν επενδύσει πολλά χρήματα σε αυτή, μέσω των εργοστασίων τους. Πρόκειται για ένα δίκοπο μαχαίρι τις αιχμές του οποίου οι ΗΠΑ και ορισμένοι σύμμαχοί τους προσπαθούν να αποφύγουν με διάφορα διπλωματικά και στρατιωτικά τεχνάσματα, όπως αυτά των οποίων έχουμε γίνει μάρτυρες το τελευταίο χρονικό διάστημα. Την ίδια στιγμή, δεν πρέπει να παραβλέπουμε το γεγονός ότι η Κίνα αποτελεί κάτοχο ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου αξίας άνω των 1,2 τρισ. δολαρίων (σύμφωνα με στοιχεία του ΔΝΤ).

    Ύστερα από τη σύναψη της τριμερούς συμφωνίας ασφαλείας μεταξύ των ΗΠΑ, του Ηνωμένου Βασιλείου και της Αυστραλίας το 2021, της γνωστής και ως “AUKUS”, οι ΗΠΑ συνεχίζουν την μεγάλη τους προσπάθεια για την αποδυνάμωση του μεγάλου τους εχθρού, της Κίνας, μέσω «πλευρικών χτυπημάτων», παρέχοντας, αυτή τη φορά, σθεναρή υποστήριξη προς την Ταϊβάν και τις θέσεις της. Με άλλα λόγια, η Ταϊβάν δεν αποτελεί τίποτα περισσότερο από ένα εργαλείο των ΗΠΑ για να πετύχουν τους επιθετικούς τους στόχους απέναντι στην Κίνα.

    Το πόσους και ποιους από αυτούς τους στόχους θα πραγματώσουν τελικά οι ΗΠΑ με αυτή την πολιτική είναι δύσκολο να απαντηθεί σε αυτό το χρονικό σημείο. Αυτό που σίγουρα, πάντως, θα πρέπει να αποφευχθεί πάση θυσία είναι η σύγκλιση Κίνας-Ρωσίας απέναντι στις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους. Αν και η προαναφερθείσα αλληλεξάρτηση των εθνικών οικονομιών εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης δεν επιτρέπει συγκρούσεις ευρείας κλίμακας, οι ΗΠΑ δεν θα πρέπει να υποτιμήσουν το ενδεχόμενο της περαιτέρω σύσφιξης των σινορωσικών σχέσεων, ειδικά αυτή την χρονική περίοδο που τόσο η Ρωσία, όσο και η Κίνα, έχουν κοινό τους εχθρό τις ΗΠΑ στην Ουκρανία και την Ταϊβάν αντίστοιχα. 

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"The elephant in the room"

«Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

The Danger of Post-Democracy and the Value of Participation