Το Κουρδικό Ζήτημα

 Οι ρίζες και τα χαρακτηριστικά των Κούρδων

 

Οι Κούρδοι είναι ένας αυτόχθων λαός που κατοικεί στη γεωγραφική περιοχή του λεγόμενου «Κουρδιστάν». Ειδικότερα, από την εποχή των προγόνων τους, κατοικούν στις περιοχές της νοτιοανατολικής Τουρκίας, της βόρειας Συρίας, του βόρειου Ιράκ και του δυτικού Ιράν. Πρόγονοι των Κούρδων θεωρούνται οι Γκούτι, οι Κούρτι, οι Μήδοι, οι Μάρδοι, οι Καρδούχοι, οι Γορδυηνοί, οι Ζίλα και οι Κάλντι, φυλές ανθρώπων οι οποίες κατοικούσαν στην περιοχή της Μικράς Ασίας και της Μεσοποταμίας από τη 10η χιλιετία π.Χ. Από εκείνη την περίοδο, δηλαδή τη Νεολιθική, οι ανθρώπινες αυτές φυλές κατάφεραν να ιδρύσουν σπουδαίες πόλεις με θαυμαστή κοινωνική οργάνωση, όπως άλλωστε αποδεικνύεται και από τα πλούσια αρχαιολογικά ευρήματα της περιοχής. Ο πανάρχαιος αυτός λαός διαθέτει τη δική του γλώσσα, τη λεγόμενη «κουρδική», η οποία ταξινομείται στην κατηγορία των ινδοευρωπαϊκών γλωσσών και το σύστημα γραφής που χρησιμοποιείται είναι διαφορετικό ανάλογα με την περιοχή. Πιο συγκεκριμένα, τα κουρδικά στο Ιράκ και το Ιράν γράφονται χρησιμοποιώντας το αραβικό αλφάβητο, στην Τουρκία και τη Συρία χρησιμοποιώντας το λατινικό αλφάβητο ενώ στη Ρωσία χρησιμοποιείται ως βάση γραφής το κυριλλικό αλφάβητο. Οι περισσότεροι Κούρδοι πιστεύουν στο Ισλάμ ενώ ορισμένες μειονότητες πιστεύουν στον Ζωροαστρισμό και στον Χριστιανισμό. Από τους 30 εκατομμύρια Κούρδους που υπολογίζεται πως υπάρχουν συνολικά, μόνο τα 2 εκατομμύρια ζουν μακριά από τη γη των προγόνων τους, δηλαδή το «Κουρδιστάν».

 

Η άφιξη των Οθωμανών στη Μέση Ανατολή ως σημείο έναρξης του κουρδικού προβλήματος


            Στα ανατολικά της Μικράς Ασίας, πολλά Βασίλεια των Κούρδων κατάφεραν να αντιμετωπίσουν με επιτυχία τις συνεχείς επιθέσεις των Ρωμαίων κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ. αλλά υποτάχθηκαν, εν τέλει, κατά τον 3ο αιώνα, στην Αυτοκρατορία των Σασσανιδών. Άλλα Βασίλεια, που βρίσκονταν στα δυτικά της Μικράς Ασίας, κατακτήθηκαν αρχικά από τους Ρωμαίους, και ύστερα από τους Βυζαντινούς.

            Εντούτοις, μέχρι και τον 12ο αιώνα μ.Χ., που άρχισαν να καταφθάνουν στη Μέση Ανατολή οι πρώτοι Τούρκοι νομάδες από την Άπω Ανατολή, και παρά τις αντιξοότητες, πολλές από τις δυναστείες των Κούρδων είχαν καταφέρει να επιβιώσουν και μάλιστα με τεράστια επιτυχία. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα των γιγαντιαίων γεωγραφικών διαστάσεων που είχαν λάβει οι κουρδικές πολιτείες της περιόδου εκείνης ήταν, μεταξύ άλλων, και η Πολιτεία των Αγιουβιδών, η οποία, κατά τον 1ο αιώνα μ.Χ., επωφελούμενη από την έκβαση των Σταυροφοριών στους Αγίους Τόπους, είχε καταφέρει να κυριαρχήσει από τη Λιβύη, την Αίγυπτο και την Υεμένη μέχρι τη Συρία και την Αρμενία. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, όλες αυτές οι πολιτείες των Κούρδων ηττήθηκαν από τους Τούρκους νομάδες και προσαρτήθηκαν αμέσως στην τότε υπό σύσταση Οθωμανική Αυτοκρατορία (κατά τον 13ο αιώνα μ.Χ.). Αρχικά, για να μπορέσουν οι Οθωμανοί να ελέγξουν τους Κούρδους χώρισαν τις περιοχές που κατοικούσαν σε δύο τμήματα. Μέχρι και τον 16ο αιώνα μ.Χ., εξακολουθούσαν να υπάρχουν κάποια μικρά κουρδικά κρατίδια αλλά δεν μπορούσαν να διατηρήσουν την αυτονομία τους εξαιτίας της πολυεπίπεδης και ολοένα αυξανόμενης ισχύος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το τελευταίο μεγάλο κουρδικό βασίλειο ιδρύθηκε από τη φυλή των Ζεντ και κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του Ιράν αλλά και αυτό κατατροπώθηκε εν τέλει περί τα τέλη του 19ου αιώνα μ.Χ.. Από τα τέλη του 16ου αιώνα μέχρι και τον 18ο αιώνα, οι Οθωμανοί, με την εισαγωγή των πυροβόλων όπλων στον στρατό τους αλλά και τη συνολική αναβάθμιση της στρατιωτικής τους ισχύος, προκάλεσαν φοβερές καταστροφές στις κουρδικές περιοχές ενώ παράλληλα συνέλαβαν χιλιάδες Κούρδους και τους εκτόπισαν στα βάθη της ανατολής. Επίσης, σημειώθηκαν αναρίθμητοι βιασμοί και θάνατοι σε βάρος των κουρδικών αυτών πληθυσμών που κατοικούσαν εντός των ορίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.

            Ύστερα από αυτές τις ατελείωτες ημέρες φρίκης, οι Κούρδοι, για πρώτη φορά στη μακραίωνη ιστορία τους, ανέπτυξαν ένα αίσθημα εθνικής συνείδησης και ξεκίνησαν να επιδιώκουν, αφενός, την απελευθέρωσή τους από τους Οθωμανούς και αφετέρου, τη σύσταση ενός ενωμένου κουρδικού κράτους. Κατά τη διάρκεια εκείνης της περιόδου, πολλοί ιστορικοί και συγγραφείς, εκ των οποίων ήταν ο Σαράφ αλ-Ντιν Μπιτλιζί και ο Αχμάντ Κανί, ζητούσαν την ίδρυση ενός κουρδικού κράτους ικανού να υπερασπιστεί τα συμφέροντα του λαού του.

            Σε αυτό το σημείο αξίζει να αναφερθεί ότι η πρώτη μεγάλη εθνική εξέγερση των Κούρδων κατά των Τούρκων πραγματοποιήθηκε το 1880 υπό την ηγεσία του Σεΐχη Ουμπεϊντουλάχ. Η απόφαση αυτή ελήφθη κατά τη διάρκεια της συνέλευσης όλων των Αρχηγών των Κουρδικών φυλών τον Αύγουστο το 1880. Ο Ουμπεϊντουλάχ, ο άνθρωπος που ηγήθηκε της εξέγερσης, κατηγορήθηκε από ορισμένους Κούρδους αντιπάλους του πως ήθελε να επιτεθεί στους Αρμένιους και σε άλλους χριστιανικούς λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Στην πραγματικότητα, οι φήμες αυτές είχαν διαδοθεί από την πλευρά των Τούρκων, οι οποίοι έμαθαν για την προετοιμασία της εξέγερσης και προσπάθησαν να την σταματήσουν ακολουθώντας την πάγια τακτική τους. Ειδικότερα, οι Τούρκοι, για να μπορέσουν να ελέγξουν τις  ισχυρές μειονότητες που κατοικούσαν εντός της Αυτοκρατορίας τους, εκ των οποίων ήταν οι Αρμένιοι, οι Έλληνες αλλά και οι Κούρδοι, υποκινούσαν εσωτερικές συγκρούσεις προκειμένου να  τις αποδυναμώσουν και να τις διατηρήσουν υπό τον έλεγχό τους. Ο Ουμπεϊντουλάχ, λοιπόν, για να αποδείξει ότι οι κατηγορίες σε βάρος του ήταν μια ακόμη μηχανορραφία των Τούρκων, συμμάχησε με τους Αρμένιους και άλλους χριστιανικούς πληθυσμούς της περιοχής και ξεκίνησαν όλοι μαζί έναν κοινό αγώνα για την απελευθέρωσή τους. Στην αρχή, η εξέγερση αυτή αιφνιδίασε τους Τούρκους

και σημείωσε πολλές επιτυχίες, αφού οι επαναστάτες κατάφεραν να ανακαταλάβουν αρκετές από τις πόλεις που βρίσκονταν στην περιοχή του Κουρδιστάν. Δυστυχώς όμως, η προβληματική φυλετική δομή των Κούρδων σε συνδυασμό με πολλές εσωτερικές διαφωνίες θρησκευτικού χαρακτήρα, οδήγησαν στην αποτυχία της εθνεγερσίας. Οι μαζικές σφαγές σε βάρος των Κούρδων από τους Οθωμανούς ήταν πρωτοφανούς αγριότητας. Το 1883, ο ηγέτης της επανάστασης, Σεΐχης Ουμπεϊντουλάχ εξορίστηκε στη Μέκκα, όπου και τελικά πέθανε. Πολλοί Κούρδοι, για να γλιτώσουν τον θάνατο ή την εξορία, προσχώρησαν στις οθωμανικές δυνάμεις και στην πορεία του χρόνου εξαναγκάστηκαν να συμμετάσχουν σε σφαγές άλλων μειονοτήτων, όπως ήταν αυτή των Αρμενίων.

 

Η εξέλιξη του κουρδικού ζητήματος από τον 20ο αιώνα μέχρι και σήμερα


           Με την άφιξη του 20ου αιώνα το κουρδικό ζήτημα έγινε μάλλον πιο περίπλοκο εξαιτίας των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων στην Τουρκία. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, λίγο μετά τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και την ήττα της από τις δυνάμεις της Αντάντ, διαλύθηκε και η ηγεσία της πέρασε από τον Σουλτάνο στους Νεότουρκους και τον Μουσταφά Κεμάλ. Με την Ανακωχή του Μούδρου, τον Οκτώβριο του 1918, οι δυνάμεις της Αντάντ παραχώρησαν ανεξαρτησία σε πολλές περιοχές που ήταν άλλοτε τμήματα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (π.χ. Συρία, Μεσοποταμία, Κιλικία, Αρμενία κ.α.). Παράλληλα, υπήρχαν όροι που προέβλεπαν τη διάλυση του τουρκικού στρατού και τον αφοπλισμό του τουρκικού κράτους. Οι δυσμενείς όροι της Ανακωχής, σε συνδυασμό, φυσικά, με πολλούς άλλους παράγοντες, ευνόησαν την άνοδο του τουρκικού εθνικιστικού κινήματος, το οποίο, υπό την ηγεσία του Μουσταφά Κεμάλ, αποφάσισε στα συνέδρια του Ερζερούμ και της Σεβάστειας, μεταξύ πολλών άλλων, και τον χαρακτηρισμό των Κούρδων ως «Ορεινοί Τούρκοι». Στόχος αυτής της μετονομασίας των Κούρδων ήταν η προώθηση της λεγόμενης «αρχής της διαφύλαξης της εθνικής ενότητας».

            Με τη σύναψη της Συνθήκης των Σεβρών, τον Αύγουστο του 1920, οι Μεγάλες Δυνάμεις περιόρισαν περαιτέρω την εδαφική κυριαρχία των Τούρκων και συμπεριέλαβαν στη Συνθήκη δύο άρθρα, το 62 και το 64, τα οποία προέβλεπαν την ίδρυση ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν. Τα άρθρα αυτά ορίζουν τα εξής:

Άρθρο 62: «Επιτροπή που θα εδρεύει στην Κωνσταντινούπολη και θα αποτελείται από τρία μέλη, τα οποία θα διορίζονται από τις κυβερνήσεις της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, θα προπαρασκευάσει, εντός έξι μηνών από ισχύος της παρούσης συνθήκης την τοπική αυτονομία των χωρών στις οποίες κυριαρχεί το κουρδικό στοιχείο και οι οποίες βρίσκονται ανατολικά τον Ευφράτη, στα νότια των μεσημβρινών συνόρων της Αρμενίας, όπως αυτά θα καθοριστούν μεταγενέστερα, και στα βόρεια των συνόρων της Τουρκίας με τη Συρία και τη Μεσοποταμία».

Άρθρο 64: «Αν, εντός ενός έτους, από έναρξης ισχύος της παρούσης συνθήκης, ο κουρδικός πληθυσμός που ζει στις χώρες στις οποίες αναφέρεται το άρθρο 62, απευθυνόμενος στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών, καταδείξει ότι στην πλειονότητά τον επιθυμεί να γίνει ανεξάρτητος από την Τουρκία και αν το συμβούλιο κρίνει τότε ότι ο πληθυσμός αυτός είναι ώριμος για ανεξαρτησία και συστήσει την παραχώρηση αυτής, η Τουρκία αναλαμβάνει από τώρα την υποχρέωση να συμμορφωθεί και να παραιτηθεί από όλα τα δικαιώματα και τους τίτλους της στις χώρες εκείνες. Αν και εφόσον παραιτηθεί η Τουρκία οι προέχουσες σύμμαχες δυνάμεις δε θα προβάλουν καμία αντίρρηση στους Κούδους που κατοικούν στο τμήμα του Κουρδιστάν, που περιλαμβάνεται μέχρι τώρα στο βιλαέτιο της Μοσούλης, αν θελήσουν να προσχωρήσουν στο ανεξάρτητο αυτό κουρδικό κράτος».

            Οι Κούρδοι πίστεψαν ότι αυτά τα δύο άρθρα της Συνθήκης των Σεβρών θα έδιναν μια ικανοποιητική λύση στα μακροχρόνια προβλήματα που είχαν με τους Τούρκους. Μάταια όμως. Ο μεγάλος αριθμός των συνδέσμων «αν» και «εφόσον» σε αυτά τα δύο άρθρα, σε συνδυασμό με την άνοδο του κινήματος των Νεότουρκων, απέκλεισε κάθε ελπίδα για την εφαρμογή των όρων της Συνθήκης αυτής. Εν τέλει, ύστερα από μια σειρά εξελίξεων, η γεωγραφική περιοχή του Κουρδιστάν χωρίστηκε σε τέσσερα τμήματα.

            Από το 1925 μέχρι και το 1932, οι Κούρδοι οργάνωσαν μια σειρά από εξεγέρσεις εναντίον των Τούρκων αλλά για ακόμη μια φορά απέτυχαν. Το αποτέλεσμα αυτών των επαναστάσεων ήταν ο θάνατος χιλιάδων Κούρδων ενώ δεν ήταν λίγοι εκείνοι που για να σώσουν τη ζωή τους αναγκάστηκαν να κρυφτούν στα ανατολικά όρη της Τουρκίας ή να διαφύγουν στο εξωτερικό. Ένας από αυτούς ήταν και ο Ισχάν Νουρί που για να γλιτώσει την εξόντωση, διέφυγε στο Ιράν και το 1955 έγραψε για πρώτη φορά την ιστορία του Κουρδιστάν, ξεκινώντας από την προϊστορία και την πρώιμη ιστορία του κατατρεγμένου κουρδικού λαού. Μετά το 1950, με την ίδρυση του Εργατικού Κόμματος του Κουρδιστάν (PKK), ξεκίνησε ένας ένοπλος αγώνας των Κούρδων κατά των εκάστοτε τουρκικών κυβερνήσεων, προκειμένου να πραγματώσουν το πάγιο αίτημά τους που δεν ήταν άλλο από τη δημιουργία του πολυπόθητου ανεξάρτητου κράτους τους. Εκτός από το PKK, με την πάροδο του χρόνου, ιδρύθηκαν πολλές οργανώσεις από τους Κούρδους σε ολόκληρο τον κόσμο με στόχο να προωθήσουν τις πολιτισμικές και πολιτικές τους διεκδικήσεις. Μεταξύ των προσωπικοτήτων που ξεχώρισαν για τον αγώνα τους υπέρ των Κούρδων ήταν ο Μαχμούτ Κιλίντς, ο Κεμάλ Μπουρκάι και ο Αμπντουλάχ Οτσαλάν. Ο τελευταίος, το 1999, ύστερα από μια σειρά αμφιλεγόμενων γεγονότων, κατηγορήθηκε για προδοσία, συνελήφθη από τις τουρκικές αρχές και καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

 

Η παρουσία των Κούρδων σε άλλες χώρες της Μέσης Ανατολής

 

            Όπως προαναφέρθηκε, η γεωγραφική περιοχή του Κουρδιστάν, πέρα από τα νοτιοανατολικά εδάφη της Τουρκίας, εκτείνεται και σε περιοχές του βορειοδυτικού Ιράν, του βορείου Ιράκ και της βορειοανατολικής Συρίας. Αν και ο μεγαλύτερος πληθυσμός των απανταχού Κούρδων κατοικεί στην Τουρκία (περίπου 14 εκατομμύρια), υπάρχει σημαντικός αριθμός Κούρδων στο Ιράν (περίπου 8 εκατομμύρια), στο Ιράκ (περίπου 5 εκατομμύρια) και τη Συρία (περίπου 2 εκατομμύρια).

            Σε αντίθεση με την κατάσταση που επικρατεί στην Τουρκία, οι Κούρδοι του Ιράκ, ύστερα από τους δύο Ιρακινοκουρδικούς Πολέμους, τον Ιρανοιρακινό Πόλεμο (1980 – 1988) και τον Πόλεμο του Κόλπου (1991), μέσω των δύο κομμάτων τους στη χώρα (του Κουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος και της Πατριωτικής Ένωσης του Κουρδιστάν), κατάφεραν να προωθήσουν τα αιτήματά τους για τη σύσταση αυτόνομης κουρδικής περιοχής στο βόρειο Ιράκ και το 2005, με την αναθεώρηση του ιρακινού Συντάγματος, νομιμοποιήθηκε τελικώς η αυτονομία του Ιρακινού Κουρδιστάν.

            Οι Κούρδοι του Ιράν, εκτός από κάποια αδύναμα πολιτικά κόμματα, όπως το Κόμμα Ελεύθερης Ζωής Κουρδιστάν, δεν έχουν ισχυρή παρουσία στην κεντρική πολιτική σκηνή της χώρας. Όπως στην Τουρκία, έτσι και στο Ιράν, οι σκληροί αγώνες των Κούρδων για αυτονομία δεν έχουν επιφέρει τις επιδιωκόμενες αλλαγές. Η κυβέρνηση του Ιράν, εδώ και δεκαετίες, διώκει τους Κούρδους που έχουν την τόλμη να διαδηλώσουν και το 2018, για ακόμη μια φορά, οι αρμόδιες ιρανικές αρχές εκτέλεσαν τρεις Κούρδους διαδηλωτές δια απαγχονισμού με την κατηγορία ότι ήταν μέλη τρομοκρατικής οργάνωσης. Το συγκεκριμένο περιστατικό καταδικάστηκε από τον ΟΗΕ με ανακοίνωση που εξέδωσε.

            Τέλος, οι Κούρδοι της Συρίας, μέσω του Κόμματος Δημοκρατικής Ενότητας, που είναι το κύριο πολιτικό κόμμα των Κούρδων στη Συρία, ύστερα από αγώνες δεκαετιών κατάφεραν να πετύχουν δύο σημαντικούς στόχους: 1) Μετά την έναρξη του πολέμου στη Συρία το 2011, εξαιτίας της στάσης που τήρησαν οι Κούρδοι απέναντι στην κυβέρνηση του Άσαντ, κατάφεραν να διεκδικήσουν την πολιτογράφηση 300.000 συμπατριωτών τους, που ενώ ήταν κάτοικοι της Συρίας, ύστερα από την αμφιλεγόμενη απογραφή του 1962, σταμάτησαν να διαθέτουν τη συριακή ιθαγένεια. 2) Σε συνέχεια των προηγούμενων γεγονότων, το 2014, το κόμμα των Κούρδων κήρυξε ένα καθεστώς ημιαυτονομίας στα βόρεια της Συρίας, με την ανοχή της κυβέρνησης της χώρας, καθώς είχε ξεκινήσει ο πόλεμος κατά των τρομοκρατών του Ισλαμικού Κράτους και οι κυβερνητικές δυνάμεις είχαν ανάγκη να συμμαχήσουν με τους Κούρδους. Εντούτοις, παρά την καθοριστικής σημασίας συνεισφορά των Κούρδων της Συρίας στον διεθνή πόλεμο κατά των τζιχαντιστών, το 2018, οι τουρκικές δυνάμεις αποφάσισαν να εισβάλουν σε κουρδικές περιοχές της βόρειας Συρίας (εκ των οποίων ήταν και το Αφρίν), με τη δικαιολογία ότι οι Κούρδοι που κατοικούσαν εκεί ήταν μέλη του τουρκικού κουρδικού κόμματος PKK, το οποίο θεωρείται τόσο από το τουρκικό κράτος, όσο και από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ ως τρομοκρατική οργάνωση. Ως αποτέλεσμα αυτής της επίθεσης των Τούρκων κατά των Κούρδων της Συρίας έχασαν τη ζωή τους εκατοντάδες άνθρωποι. Εξαιτίας των πρόσφατων αυτών εξελίξεων, το καθεστώς της κουρδικής αυτής περιοχής στη Συρία είναι ιδιαίτερα ευάλωτο, καθώς οι κάτοικοι καλούνται να αντιμετωπίσουν από τη μία πλευρά τους Τούρκους και από την άλλη τους τζιχαντιστές, των οποίων η παρουσία μπορεί να έχει μειωθεί, αλλά παραμένει αισθητή.

 

Μια συνολική αποτίμηση της κατάστασης


            Οι Κούρδοι, από τις τέσσερις χώρες της Μέσης Ανατολής που έχουν ισχυρή παρουσία, μόνο στο Ιράκ έχουν καταφέρει να δημιουργήσουν ένα καθεστώς αυτονομίας, με την αναγνώριση ακόμα και του ίδιου του ιρακινού Συντάγματος. Στις άλλες χώρες, οι προαναφερθέντες παλαιότεροι αλλά και σύγχρονοι αγώνες των Κούρδων αποδεικνύονται ως μη αποδοτικοί. Η δημιουργία ενός ανεξάρτητου Κουρδιστάν, έτσι όπως ορίζεται σήμερα από τους ίδιους τους Κούρδους, θα σήμαινε ότι χώρες όπως η Τουρκία, το Ιράν, το Ιράκ και η Συρία θα έπρεπε να παραχωρήσουν σημαντικά τμήματα των εδαφών τους. Όπως φαίνεται όμως, οι κυβερνήσεις των κρατών αυτών, με εξαίρεση αυτή του Ιράκ (τουλάχιστον για την ώρα), όχι μόνο δεν δέχονται να παραχωρήσουν τμήματα της εδαφικής τους κυριαρχίας για να συμβάλλουν στη σύσταση του Κουρδιστάν, αλλά θεωρούν τους Κούρδους ως εθνικούς εχθρούς. Η πρόσφατη γενναία συμμετοχή χιλιάδων Κούρδων μαχητών στον διεθνή συνασπισμό (σε συνεργασία και με κράτη – μέλη του NATO) για την καταπολέμηση των τρομοκρατών του Ισλαμικού Χαλιφάτου στη Συρία και το Ιράκ είναι βέβαιο ότι συντέλεσε στην αναβάθμιση της αξίας των κουρδικών αιτημάτων στη διεθνή κοινότητα. Εντούτοις, η ίδρυση του κουρδικού κράτους δύσκολα θα πραγματοποιηθεί χωρίς τη συγκατάθεση των χωρών που για χάρη του θα κληθούν να κάνουν πολυεπίπεδες υποχωρήσεις. Σε κάθε περίπτωση πάντως, ας ευχηθούμε να μην θυσιαστούν άλλες ανθρώπινες ζωές στον βωμό αυτών των απάνθρωπων συμφερόντων που εδώ και αιώνες τυραννούν τον κουρδικό λαό.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"The elephant in the room"

«Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

The Danger of Post-Democracy and the Value of Participation