Η διώρυγα του Σουέζ

 Οι πρώτες προσπάθειες για τη διάνοιξη της διώρυγας


            Η διώρυγα του Σουέζ, με μήκος 193 χιλιόμετρα, μέγιστο πλάτος 200 μέτρα και βάθος 11,6 μέτρα, είναι η μεγαλύτερη διώρυγα του πλανήτη. Σύμφωνα με αρχαιολογικά ευρήματα, ο πρώτος που σκέφτηκε τη διάνοιξη της διώρυγας που ενώνει τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα ήταν ο Φαραώ της Αιγύπτου Ραμσής Β’. Συγκεκριμένα, κατά τον 13ο αιώνα π.Χ., αυτός ο Φαραώ οραματίστηκε μια διώρυγα που θα ένωνε το δέλτα του ποταμού Νείλου με την Ερυθρά Θάλασσα. Εντούτοις, αν και το έργο αυτό σχεδιάστηκε, τελικά δεν πραγματοποιήθηκε κατά την περίοδο της βασιλείας του Ραμσή Β’. Στην πορεία των αιώνων, πολλοί από τους ηγέτες της περιοχής ενδιαφέρθηκαν να ξεκινήσουν τη διάνοιξη αυτής της διώρυγας, διαβλέποντας τα τεράστια οφέλη που θα είχε για την οικονομία της Αιγύπτου. Τελικά, ο Φαραώ της Αιγύπτου Νεχώ Β’ ξεκίνησε αυτό το έργο, κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., προσπαθώντας αυτή τη φορά να φτιάξει ένα κανάλι που θα ένωνε ένα τμήμα του ποταμού Νείλου με την Ερυθρά Θάλασσα. Και πάλι όμως, η κατασκευή του έργου σταμάτησε εξαιτίας της εισβολής των Περσών στην Αίγυπτο αλλά συνεχίστηκε λίγα χρόνια αργότερα από τον Βασιλιά της Περσίας Δαρείο Α’. Από εκεί και ύστερα, οι απόψεις των ιστορικών της εποχής για το ποιος τελικά ολοκλήρωσε τη διάνοιξη αυτής της διώρυγας, που δεν είχε καμία σχέση με τη σημερινή, διίστανται. Παράλληλα, το όνομα της διώρυγας άλλαζε συχνά, ανάλογα με τον εκάστοτε κατακτητή. Για παράδειγμα, κατά την εποχή των Ρωμαίων, ονομάστηκε Διώρυγα του Τραϊανού ενώ αργότερα, οι Άραβες κατακτητές την ονόμασαν Διώρυγα των Χαλιφών.

            Κατά τον 17ο αιώνα, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος ΙΔ’ διαπίστωσε ότι αυτή η διώρυγα είχε πολλά περιθώρια βελτίωσης αλλά δεν προχώρησε σε περαιτέρω παρεμβάσεις. Τον 19ο αιώνα, όταν ο Ναπολέων Α’ επισκέφθηκε την Αίγυπτο διαπίστωσε ότι η διώρυγα αυτή δεν υπήρχε πλέον, μάλλον εξαιτίας των ακραίων καιρικών φαινομένων που επικρατούσαν στην περιοχή, όπως για παράδειγμα ήταν οι ανεμοθύελλες και για τον λόγο αυτό διέταξε τους δικούς του μηχανικούς να εκπονήσουν μια νέα μελέτη που θα τους επέτρεπε να δημιουργήσουν μια διώρυγα που θα ένωνε τη Μεσόγειο με την Ερυθρά Θάλασσα. Εντούτοις, τα τεχνικά προβλήματα που ανέκυψαν κατά τη διάρκεια αυτής της μελέτης, σε συνδυασμό με το υψηλό κόστος που απαιτήθηκε προκειμένου να επιλυθούν, δεν επέτρεψαν την έναρξη των εργασιών.

 

Η καθοριστικής σημασίας συμβολή του Φερδινάνδου Λεσσέψ στη διάνοιξη της διώρυγας


            Το 1854, ο Γάλλος διπλωμάτης Φερδινάνδος Λεσσέψ (ήταν ο ίδιος που το 1874 ανέλαβε τη διεύθυνση των έργων για τη διάνοιξη της διώρυγας του Παναμά) παρουσίασε στον φίλο του και Αντιβασιλέα της Αιγύπτου Σαΐντ Πασά ένα σχέδιο για τη διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ, καθώς και τα πλεονεκτήματα που θα είχε για την Αίγυπτο η ένωση της Μεσογείου με την Ερυθρά Θάλασσα. Ο Αντιβασιλέας της Αιγύπτου, δέχθηκε την πρόταση και διέταξε τον ίδιο τον Λεσσέψ να αναλάβει την υλοποίηση του έργου. Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1858, ο Γάλλος διπλωμάτης μεσολάβησε προκειμένου να συσταθεί μια κατασκευαστική εταιρεία (το 53% των μετοχών αυτής της εταιρείας αποτελούσε ιδιοκτησία Γάλλων πολιτών), η οποία, όχι μόνο θα αναλάμβανε τη διάνοιξη της διώρυγας, αλλά και την εκμετάλλευσή της για 99 χρόνια και ύστερα, σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου που υπογράφηκε, θα την παραχωρούσε στην Αίγυπτο. Κάπως έτσι, λοιπόν, ξεκίνησαν τα έργα, τα οποία διήρκησαν περίπου 10 χρόνια. Τον Νοέμβριο του 1869 πραγματοποιήθηκαν τα εγκαίνια της διώρυγας του Σουέζ και αμέσως μετά, ξεκίνησε η χρήση της από τη διεθνή ναυσιπλοΐα. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις 6 χρόνια αργότερα, το 1875, ο νέος Αντιβασιλέας της Αιγύπτου Ισμαήλ Πασά, αναγκάστηκε να πωλήσει το 44% των μετοχών της Διώρυγας του Σουέζ στη Βρετανική κυβέρνηση, εξαιτίας των σοβαρών οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε εκείνη την περίοδο η Αίγυπτος. Πλέον, στη διώρυγα του Σουέζ, εκτός από τους Γάλλους, δικαιώματα είχαν αποκτήσει και οι Βρετανοί.

 

Η συμμετοχή των Ελλήνων στη διάνοιξη της διώρυγας


            Οι συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε η διάνοιξη της διώρυγας του Σουέζ ήταν αναμφίβολα αντίξοες. Όλοι όσοι συμμετείχαν σε αυτό το μεγάλο έργο έπρεπε να αντιμετωπίσουν σε καθημερινή βάση μια σειρά από προβλήματα μεταξύ των οποίων ήταν τα μολυσμένα κουνούπια που προέρχονταν από τα έλη της περιοχής, οι υψηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της ημέρας σε αντίθεση με τις χαμηλές θερμοκρασίες κατά τη διάρκεια της νύχτας, οι συχνές ανεμοθύελλες, οι διαρκείς επιθέσεις των ληστών της περιοχής στους καταυλισμούς των εργατών και δυστυχώς, οι πολύ χαμηλοί μισθοί. Εντούτοις, πολλοί γενναίοι Έλληνες εργάτες από την Κάσο και το Καστελόριζο συμμετείχαν στα έργα για τη διάνοιξη της διώρυγας. Αξίζει να σημειωθεί ότι αρκετοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην περιοχή και ίδρυσαν σημαντικές ελληνικές παροικίες στο Πορτ Σαΐντ, την Ισμαηλία και το Σουέζ, έχοντας μάλιστα ισχυρή οικονομική και πολιτιστική παρουσία στην Αίγυπτο κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα.

 

 Οι επιπτώσεις της Κρίσης του Σουέζ και του Πολέμου των Έξι Ημερών στη λειτουργία της διώρυγας


            Η πολυδιάστατη αξία της διώρυγας του Σουέζ φάνηκε κατά τη διάρκεια της λεγόμενης «Κρίσης του Σουέζ», που ήταν ένα από τα σπουδαιότερα επεισόδια της μεταπολεμικής ιστορίας. Οι πιο σημαντικοί παράγοντες που οδήγησαν σε αυτή την κρίση, η οποία συνδέεται τόσο με τον Ψυχρό Πόλεμο, όσο και με το Μεσανατολικό Ζήτημα,  ήταν, μεταξύ άλλων, η αραβοϊσραηλινή διαμάχη που επικρατούσε εκείνη την εποχή, η άνοδος του αραβικού εθνικισμού, η δυσπιστία των Αράβων προς τη βρετανική πολιτική, η προσπάθεια του Ηνωμένου Βασιλείου να διατηρήσει υπό τον έλεγχό του ένα μεγάλο τμήμα της Μέσης Ανατολής και φυσικά, η επιδίωξη των κρατών του δυτικού κόσμου να συγκροτήσουν έναν αντισοβιετικό συνασπισμό στην περιοχή. Ως αποτέλεσμα αυτής της σύνθετης διαμάχης, ο τότε ηγέτης της Αιγύπτου Γκαμάλ Αμπτέλ Νάσερ, όντας αντίθετος στις επιδιώξεις των Βρετανών στο Σουέζ, κρατικοποίησε τη διώρυγα και την κράτησε κλειστή από το 1956 μέχρι και το 1957. Αυτό, όπως ήταν αναμενόμενο, προκάλεσε μεγάλες οικονομικές καταστροφές στο διεθνές εμπόριο.

            Μερικά χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1967, ο Πόλεμος των Έξι Ημερών προκάλεσε σοβαρές ζημιές στη διώρυγα και για τον λόγο αυτό, η κυβέρνηση της Αιγύπτου αναγκάστηκε να την κλείσει για περίπου επτά χρόνια. Το κλείσιμο της διώρυγας προκάλεσε σοβαρή ναυτιλιακή κρίση στα λιμάνια της Μεσογείου. Ενδεικτικά, σύμφωνα με στοιχεία της εποχής, οι επισκευαστικές εργασίες στα ελληνικά ναυπηγεία του Σκαραμαγκά και του Περάματος μειώθηκαν κατά 70%. Παράλληλα, ενώ το 1965 τα πλοία που ακολουθούσαν τη θαλάσσια οδό από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας στη Νότια Αφρική προκειμένου να φτάσουν σε χώρες της Ευρώπης μετέφεραν μόνο 5 εκατομμύρια τόνους πετρελαίου, το 1967 οι μεταφορές από αυτή την οδό τετραπλασιάστηκαν, για να φθάσουμε στο 1972, όπου το βάρος των διερχόμενων φορτίων από το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδας ήταν το 85% του συνόλου του εξαγωγών του αργού πετρελαίου από τις Αραβικές χώρες προς τη Βόρεια Αφρική, τη Μεσόγειο και τη Βόρεια Ευρώπη. Το 45% των πλοίων που μετέφεραν αυτές τις τεράστιες ποσότητες πετρελαίου, ακολουθώντας ταυτοχρόνως μια τόσο μεγάλη διαδρομή, ήταν άνω των 200.000 τόνων. Μάλιστα, τότε ήταν η εποχή που ξεκίνησε ο λεγόμενος «γιγαντισμός των πλοίων». Τελικά, οι επισκευές της διώρυγας ολοκληρώθηκαν τον Μάιο του 1975 και στη συνέχεια δόθηκε ξανά προς εξυπηρέτηση των θαλασσίων μεταφορών. Σε αυτό το σημείο, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι κατά τη διάρκεια αυτών των εργασιών που διήρκησαν επτά περίπου έτη η διώρυγα εκβαθύνθηκε και διαπλατύνθηκε.

 

Η διώρυγα του Σουέζ σήμερα

 

Η διώρυγα του Σουέζ εξακολουθεί να είναι μέχρι και σήμερα ένα έργο τεράστιας σημασίας για τη διεθνή ναυσιπλοΐα αφού η χρήση της έχει μειώσει δραματικά τις αποστάσεις που πρέπει να καλύψουν τα πλοία προκειμένου να φτάσουν από τη Δυτική και Νότια Ασία στη Μεσόγειο και το αντίστροφο. Για παράδειγμα, η απόσταση που πρέπει να καλύψει ένα πλοίο για να πάει από τον Περσικό Κόλπο στη Μεσόγειο Θάλασσα μέσω του Ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας είναι περίπου 10.800 μίλια. Αν όμως χρησιμοποιήσει τη διώρυγα του Σουέζ η απόσταση είναι 4.700 μίλια. Για τον λόγο αυτό, το 30% του παγκόσμιου όγκου των εμπορευμάτων που μεταφέρονται με φορτηγά πλοία περνά από αυτή τη διώρυγα. Μόνο κατά το έτος 2020, η διώρυγα του Σουέζ χρησιμοποιήθηκε από 19.000 πλοία και η Αίγυπτος κέρδισε 5,6 δισεκατομμύρια δολάρια.

            Πριν από μερικές ημέρες, η διώρυγα του Σουέζ επανήλθε στη διεθνή επικαιρότητα διότι έκλεισε για μερικές ημέρες εξαιτίας της προσάραξης ενός πλοίου μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων μέσα σε αυτή. Το ναυτικό αυτό ατύχημα, η αποκατάσταση του οποίου διήρκησε περίπου επτά ημέρες, προκάλεσε την αναμονή εκατοντάδων πλοίων στις δύο εισόδους της διώρυγας ενώ το κόστος αυτής της αναμονής για το παγκόσμιο εμπόριο ανήλθε περίπου στα 63 δισεκατομμύρια δολάρια.

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

"The elephant in the room"

«Ο ελέφαντας στο δωμάτιο»

The Danger of Post-Democracy and the Value of Participation